ἀκεσμός
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
ὁ, A = ἄκεσις, Call.Fr.anon.227.
German (Pape)
[Seite 71] ὁ, Heilung, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκεσμός: ὁ, = ἄκεσις, «ἀκεσμόν, θεραπείαν, ἰατρείαν», Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
curación Hsch., τῆς φθορᾶς καὶ τῶν τραυμάτων Ps.Caes.193.48, cf. 205.11.
Greek Monolingual
ἀκεσμός, ο (Α)
θεραπεία, γιατριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκέσμιος.