ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh
P. and V. πρόσχωρος, πάροικος, P. ὅμορος. πρόσοικος, Ar. and P. πλησιόχωρος, V. γείτων (rare P. as adj.). ἀστυγείτων (not as adj. in P.). συγγείτων, ἀγχιτέρμων.
the neighboring islands: P. νῆσοι αἱ περιοικίδες.