πρόσοικος

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσοικος Medium diacritics: πρόσοικος Low diacritics: πρόσοικος Capitals: ΠΡΟΣΟΙΚΟΣ
Transliteration A: prósoikos Transliteration B: prosoikos Transliteration C: prosoikos Beta Code: pro/soikos

English (LSJ)

πρόσοικον, dwelling near to, neighbouring, Hdt.1.144, Th.1.24; οἱ π. neighbours, ib.7, Aen.Tact.10.1; τοὺς Λυκίων π. Plu.2.421d; also of places, π. θάλαττα χώρᾳ abutting upon, Pl.Lg.705a; τὴν π. τῆς Ἰταλίας the neighbouring part, Plu.Fab.2: c. dat., Jul.Or.2.56b.

German (Pape)

[Seite 774] anwohnend, der Nachbar; Her. 1, 144; Plat. Legg. IV, 705 a; Thuc. 1, 24; Sp., wie Luc., de salt. 64.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui habite auprès, voisin de, τινι ; en parl. de villes ou de pays situé près de, τινος.
Étymologie: πρός, οἶκος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόσοικος -ον [πρός, οἶκος] naburig; subst. οἱ πρόσοικοι de buren. grenzend aan, met dat.

Russian (Dvoretsky)

πρόσοικος: живущий или находящийся по соседству, соседний (Δωριέες Her.; βάρβαροι Thuc.): π. τινι Plat. и τινος Plut. находящийся по соседству с чем-л.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που κατοικεί κοντά σε κάποιον, ο γείτονας
2. (για τόπο) όμορος, γειτονικός
3. το θηλ. ως ουσ.πρόσοικος
(ενν. χώρα) η γειτονική χώρα
4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ πρόσοικοι
οι γείτονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + οἶκος (πρβλ. πάροικος)].

Greek Monotonic

πρόσοικος: -ον, αυτός που κατοικεί κοντά σε, αυτός που συνορεύει, γειτονικός, σε Ηρόδ., Θουκ.· οἱ πρόσοικοι, οι γείτονες, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσοικος: -ον, ὁ πλησίον οἰκιῶν, συνορεύων, γειτονικός, Ἡρόδ. 1. 144, Θουκ. 1. 24· οἱ πρόσοικοι, οἱ γείτονες, αὐτόθι 7, κτλ.· - ἐπὶ τόπων, πρόσοικος θάλαττα χώρᾳ, γειτονική, Πλάτ. Νόμ. 705Α· τὴν πρ. τῆς Ἰταλίας [χώραν] Πλουτ. Φάβ. 2· τοὺς Λυκίων πρ. ὁ αὐτ. 2. 421D.

Middle Liddell

πρόσ-οικος, ον,
dwelling near to, bordering on, neighbouring, Hdt., Thuc.; οἱ πρόσοικοι neighbours, Thuc.

Mantoulidis Etymological

(=γειτονικός). Ἀπό τό προσοικέω -ῶ → πρός + οἰκέω -ῶ, πού παράγεται ἀπό τό οἶκος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Lexicon Thucydideum

accola, dweller nearby, neighbor, 1.7.1. 1.24.4, 2.9.4, 3.93.3.

Translations

neighbouring

Arabic: مُجَاوِر‎; Bulgarian: съседен, близък; Catalan: veí, limítrof; Czech: sousední; Dutch: naburig, naburige, aanpalend, aanpalende, buur-; Esperanto: najbara; Finnish: naapuri-; French: adjacent, voisin, avoisinant; Galician: veciño, limítrofe; Georgian: მეზობელი, მეზობლური; German: benachbart; Greek: γειτονικός, γειτνιάζων; Ancient Greek: ἀγχήρης, ἀγχιγείτων, ἀγχίγυος, ἀγχίθυρος, ἀγχίπορος, ἀγχιτέρμων, ἀγχόμορος, ἄγχουρος, ἀμφικτύων, ἀστυγείτων, γειτνιακός, γείτνιος, γειτόσυνος, γείτων, ἔποικος, ξύνουρος, ὅμαυλος, ὅμορος, ὅμουρος, ὁμόχωρος, πάροικος, περιηγής, περιοικίς, περίοικος, πλησίος, πλησιόχωρος, πρόσοικος, πρόσχωρος, συγγείτνιος, συγγείτων, σύγκληρος, σύνορος; Hungarian: szomszédos; Icelandic: nágranna-, nærliggjandi; Italian: confinante, contiguo, vicino, finitimo, limitrofo; Latin: vicinalis; Maori: pātata, tūtata; Norwegian Bokmål: tilgrensende, tilstøtende; Nynorsk: tilgrensande; Portuguese: vizinho, limítrofe; Romansch: vischin; Russian: соседний, близлежащий; Spanish: vecino, limítrofe, contiguo; Ukrainian: сусі́дній, прилеглий; Venetian: adiaxente; Volapük: nilädik