κωμογραμματεύς

From LSJ
Revision as of 08:55, 11 January 2021 by Spiros (talk | contribs)

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωμογραμμᾰτεύς Medium diacritics: κωμογραμματεύς Low diacritics: κωμογραμματεύς Capitals: ΚΩΜΟΓΡΑΜΜΑΤΕΥΣ
Transliteration A: kōmogrammateús Transliteration B: kōmogrammateus Transliteration C: komogrammateys Beta Code: kwmogrammateu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, A administrative official in Ptolemaic Egypt, clerk of a κώμη, PPetr.3p.224 (iii B.C.), PTeb.19.9 (ii B.C.), OGI665.31 (Egypt, i A.D.), J.AJ16.7.3, etc.

German (Pape)

[Seite 1544] ὁ, Dorfschreiber, Schreiber eines Stadtviertels, Ios., Inscr.

Greek (Liddell-Scott)

κωμογραμμᾰτεύς: έως, ὁ, ὁ γραμματεὺς κώμης, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 16. 7, 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 4699. 15., 4956. 31.

Greek Monolingual

κωμογραμματεύς, -έως, ὁ (Α)
(στην Αίγυπτο κατά τους πτολεμαϊκούς και ρωμαϊκούς χρόνους) διοικητικός υπάλληλος κατώτερος του κωμάρχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώμη + γραμματεύς (πρβλ. ιερο-γραμματεύς, τοπο-γραμματεύς)].