κισσόδετος
From LSJ
περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts
English (LSJ)
ον, = κισσοδέτας (bound with ivy, crowned with ivy), Nonn. D. 14.262.
German (Pape)
[Seite 1442] mit Epheu gebunden, gekränzt, Nonn. 14, 262.
Greek (Liddell-Scott)
κισσόδετος: -ον, = τῷ προηγ., Νόνν. Δ. 14. 262.
Greek Monolingual
κισσόδετος, -ον (Α)
στεφανωμένος με κισσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -δετος (< δέω «δένω»), πρβλ. γομφό-δετος, χρυσό-δετος].