ἀσκεπής

From LSJ
Revision as of 09:42, 28 January 2021 by Spiros (talk | contribs)

καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναιsorrow is that which hinders motion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκεπής Medium diacritics: ἀσκεπής Low diacritics: ασκεπής Capitals: ΑΣΚΕΠΗΣ
Transliteration A: askepḗs Transliteration B: askepēs Transliteration C: askepis Beta Code: a)skeph/s

English (LSJ)

ές, = ἀσκέπαστος (uncovered), Lyr.Alex.Adesp.7.17, AP5.259 (Paul. Sil.), Nonn.D.46.279, al.; A γυμνὸς καὶ ἀ. Max.Tyr.2.4. 2 not covering, ἀ. νεφέων γυμνούμενος ἀήρ Nonn.D.22.214:—also ἄσκεπος, ον, defenceless, Amynt.Epigr. in POxy. 662.37; bare-headed, Ps.-Luc.Philopatr. 21.

German (Pape)

[Seite 371] ές, dass., κάρηνον Paul. Sil. 34 (V, 260).

Spanish (DGE)

-ές
1 descubierto, desprotegido μέλισσαι ... ἀσκεπεῖς de unas abejas que elaboran la miel sin protección (fuera del panal) Lyr.Alex.Adesp.7.17, καρκινάδες de unos cangrejos que nacen sin caparazón, Opp.H.1.321, κάρηνον AP 5.260 (Paul.Sil.)
de un palacio sin techo, AP 9.656.5, δέμας Nonn.D.48.116, μαζοί Nonn.D.46.279, μηρός Nonn.D.48.655, τὰ θεοῦ γνωρίσματα Lyd.Mag.3.59.
2 que ya no cubre φαίνεται ἀσκεπέων νεφέων γυμνούμενος ἀήρ Nonn.D.22.214, ἁρπαμένου ἀσκεπέος σκοπέλοιο Nonn.D.48.41.

Greek Monolingual

(AM ἀσκεπής, -ές)
1. ο ασκέπαστος, ο ακάλυπτος
2. αυτός που έχει ακάλυπτο το κεφάλι του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -σκεπής < σκέπας, σκέπος.

Russian (Dvoretsky)

ἀσκεπής: непокрытый (κάρηνον Anth.).