ταλαρίσκος

From LSJ
Revision as of 13:15, 28 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰλαρίσκος Medium diacritics: ταλαρίσκος Low diacritics: ταλαρίσκος Capitals: ΤΑΛΑΡΙΣΚΟΣ
Transliteration A: talarískos Transliteration B: talariskos Transliteration C: talariskos Beta Code: talari/skos

English (LSJ)

ὁ, = ταλάριον (small basket), Arist. Pr. 924b11, Theoc. 15.113, AP 6.174 (Antip. >Sid.>).

German (Pape)

[Seite 1065] ὁ, dim. von τάλαρος, quasillus, Antp. Sil. 22 (VI, 174).

Greek (Liddell-Scott)

τᾰλᾰρίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ ἑπομ., καλαθίσκος, quasillus, Ἀριστ. Πρβλ. 20. 14, Θεόκρ. 15. 113, Ἀνθ. Π. 6. 174.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
dim. de τάλαρος.

Greek Monolingual

ὁ, Α
υποκορ. του τάλαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάλαρος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. οβελ-ίσκος)].

Greek Monotonic

τᾰλᾰρίσκος: ὁ, υποκορ. του επομ., καλαθάκι, σε Θεόκρ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰλᾰρίσκος: ὁ [demin. к τάλαρος корзинка, плетенка Arst., Theocr., Anth.

Middle Liddell

τᾰλᾰρίσκος, ὁ, [Dim. of τά˘λᾰρος]
quasillus, Theocr., Anth.