ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
Full diacritics: κάμισον | Medium diacritics: κάμισον | Low diacritics: κάμισον | Capitals: ΚΑΜΙΣΟΝ |
Transliteration A: kámison | Transliteration B: kamison | Transliteration C: kamison | Beta Code: ka/mison |
v. καμίσιον.
κάμισον, τὸ (Α)
πάπ. το καμίσιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. του καμίσιον].