πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
Full diacritics: νύσιος | Medium diacritics: νύσιος | Low diacritics: νύσιος | Capitals: ΝΥΣΙΟΣ |
Transliteration A: nýsios | Transliteration B: nysios | Transliteration C: nysios | Beta Code: nu/sios |
ὁ, = κισσός, Ps.-Dsc. 2.179.
ο
ζωολ. γένος ετερόπτερων εντόμων, κοριός τών φυτών, με παγκόσμια εξάπλωση.