ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
Full diacritics: Ἰταλιωτικός | Medium diacritics: Ἰταλιωτικός | Low diacritics: Ιταλιωτικός | Capitals: ΙΤΑΛΙΩΤΙΚΟΣ |
Transliteration A: Italiōtikós | Transliteration B: Italiōtikos | Transliteration C: Italiotikos | Beta Code: *)italiwtiko/s |
ή, όν, v. sub Ἰταλικός.
ή, όν :
d’Italiote.
Étymologie: Ἰταλιώτης.
Ἰτᾰλιωτικός: (ῑτ) италиотскии, италийский (τράπεζαι Plat.; ὀνόματα Luc.).