τέοισι
From LSJ
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
English (LSJ)
Greek (Liddell-Scott)
τέοισι: Ἰων. ἀντὶ τίσι; νῦν τε τέοισί με χρὴ ὄμμασι ἔς τε ἀγορὴν καὶ ἐξ ἀγορῆς φοιτέοντα φαίνεσθαι; Ἡρόδ. 1. 37.
French (Bailly abrégé)
ion. c. τισί, dat. pl. de τις.
Greek Monolingual
Α
(ιων. τ. δοτ. πληθ. της ερωτ. και της αόρ. αντων.) βλ. τις, τίς.
Greek Monotonic
τέοισι: Ιων. αντί τισί; δοτ. πληθ. του τίς; ποιος; σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
τέοισι: ион. = τισί (dat. pl. к τίς).