πλησίφως
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
-ωτος, ὁ, ἡ, = πλησιφαής.
Greek Monolingual
ὁ, ἡ, Α
πλησιφαής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < θ. πλησ(ι)- του πίμπλημι «γεμίζω» (πρβ. αόρ. ἔ-πλησ-α) + -φως (< φῶς, φωτός), πρβλ. λειψί-φως].