ὑπομονητικός

From LSJ
Revision as of 10:49, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπομονητικός Medium diacritics: ὑπομονητικός Low diacritics: υπομονητικός Capitals: ΥΠΟΜΟΝΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hypomonētikós Transliteration B: hypomonētikos Transliteration C: ypomonitikos Beta Code: u(pomonhtiko/s

English (LSJ)

v. ὑπομενητικός

German (Pape)

[Seite 1226] ή, όν, = ὑπομενητικός, Arist. virt. et vit. 5.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑπομονητικός, -ή, -όν, ΝΑ, και υπομονετικός, Ν ὑπομονή
αυτός που έχει υπομονή, καρτερικός
νεοελλ.
1. ήρεμος, ψύχραιμος
2. (ιδίως σχετικά με προσβολές) ανεκτικός.
επίρρ...
υπομονητικώς / ὑπομονητικῶς ΝΑ, και υπομονητικά Ν
με εγκαρτέρηση, υπομονή.