ἀδενώδης
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
v. ἀδενοειδής.
German (Pape)
[Seite 33] ες (ἄδην), drüsenartig, Plut. Symp. 4, 2.
Spanish (DGE)
-ες
anat. de forma glandular de las glándulas linfáticas σώματα Herophil.127, φύματα Plu.2.664f, σάρξ Gal.4.200, cf. Sor.1.12, ὄρχεις Gal.4.591, de la hinchazón de las parótidas αἱ περιμήκεις ... ἀδενώδεις ἐξοχαί Gal.19.151, νεφροί Aret.SA 2.9.1, SD 2.3.1.
Russian (Dvoretsky)
ἀδενώδης: похожий на железу, железистый (φύματα Plut.).