Στερόπης

From LSJ
Revision as of 11:00, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Στερόπης Medium diacritics: Στερόπης Low diacritics: Στερόπης Capitals: ΣΤΕΡΟΠΗΣ
Transliteration A: Sterópēs Transliteration B: Steropēs Transliteration C: Steropis Beta Code: *stero/phs

English (LSJ)

ου, ὁ, Lightner, name of one of the three Cyclopes, Hes. Th. 140, Call. Dian. 68.

Greek (Liddell-Scott)

Στερόπης: -ου, ὁ, ὁ ἀστράπτων, ὄνομα ἑνὸς ἐκ τῶν τριῶν Κυκλώπων, Ἡσ. Θ. 140, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 68.

French (Bailly abrégé)

(ὁ) :
« Éclatant », Cyclope.
Étymologie: στεροπή.

Greek Monolingual

ὁ, Α στεροπή
(ονομ. ενός από τους τρεις Κύκλωπες) αυτός που αστράφτει.

Greek Monotonic

Στερόπης: -ου, ὁ, Στερόπης, Αστράπτων, όνομα ενός από τους τρεις Κύκλωπες, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

Στερόπης: ου ὁ Стероп, «Сверкающий» (один из трех киклопов) Hes.

Middle Liddell

Στερόπης, ου, ὁ,
lightner, name of one of the three Cyclopes, Hes.