ψηκτός
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
Full diacritics: ψηκτός | Medium diacritics: ψηκτός | Low diacritics: ψηκτός | Capitals: ΨΗΚΤΟΣ |
Transliteration A: psēktós | Transliteration B: psēktos | Transliteration C: psiktos | Beta Code: yhkto/s |
μόδιος, filled only level with the brim, i.e. not heaped up (κορυστός), Gloss.
[Seite 1396] gestrichen, vom Maaße, Ggstz κορυστός.
-ή, -όν, Α ψήχω
φρ. «ψηκτὸς μόδιος» — μόδιος, γεμάτος ώς το στόμιο, χωρίς να σχηματίζεται σωρός (Στέφ. Βυζ.).