τερύνης
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
English (LSJ)
τετριμμένος ὄνος, καὶ γέρων, ἢ δυσανάληπτος γέρων, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1095] ὁ, s. das Folgde.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «τετριμμένος ὄνος, καὶ γέρων ἤ δυσανάληπτος γέρων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρυς «ασθενής, λεπτός» με έρρινο ένθημα και κατάλ. -ης (πρβλ. αρχ. ινδ. taruna-, αβεστ. tauruna- «νέος, λεπτός»)].