ἀσύννους
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
-ουν, contr. for ἀσύννοος.
German (Pape)
[Seite 380] unüberlegt, Plat. Soph. 267 d.
Spanish (DGE)
-ουν desconsiderado, ἀγρία Pl.Sph.267d.
Greek Monolingual
ἀσύννους, -ουν και -οος, -οον) (Α) σύννους
ασυλλόγιστος, άλογος, παράλογος.