μυόχρους

From LSJ
Revision as of 11:07, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυόχρους Medium diacritics: μυόχρους Low diacritics: μυόχρους Capitals: ΜΥΟΧΡΟΥΣ
Transliteration A: myóchrous Transliteration B: myochrous Transliteration C: myochrous Beta Code: muo/xrous

English (LSJ)

-ουν, contr. for μυόχροος.

Greek Monolingual

μυόχρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που έχει χρώμα ποντικού, τεφρόχρωμος, σταχτής, ποντικόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + χρόος / χροῦς «χρώμα» (πρβλ. ροδό-χρους)].