μεταγίνομαι
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
English (LSJ)
later form for μεταγίγνομαι.
Greek Monolingual
και ματαγίνομαι (ΑM μεταγίγνομαι και μεταγίνομαι)
νεοελλ.-μσν.
γίνομαι εκ νέου, ξαναγίνομαι, αναδημιουργούμαι
μσν.
γίνομαι κάτι διαφορετικό
αρχ.
1. γίνομαι κατόπιν
2. μεταφέρομαι, απάγομαι μακριά («Ἱερεμίας ὁ προφήτης ὅτι ἐκέλευσε τοῦ πυρὸς λαβεῑν τοὺς μεταγινομένους», ΠΔ.).