ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
Full diacritics: κίλλιος | Medium diacritics: κίλλιος | Low diacritics: κίλλιος | Capitals: ΚΙΛΛΙΟΣ |
Transliteration A: kíllios | Transliteration B: killios | Transliteration C: killios | Beta Code: ki/llios |
α, ον, = κιλλός.
[Seite 1438] dem Esel ähnlich, eselgrau, Poll. 7, 56 erkl. ὀνάγρινον χρῶμα.
κίλλιος, -ία, -ον (Α) κίλλος
αυτός που έχει το χρώμα του όνου, κιλλός («κίλλιον ἐσθῆτος χρῶμα», Πολυδ.).