εὐπόρφυρος
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English (LSJ)
ον, A of bright purple colour, v.l. in LXX Ez.23.12.
German (Pape)
[Seite 1090] von schöner Purpurfarbe, Schol. Theocr. 5, 96.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπόρφῠρος: -ον, ἔχων λαμπρὸν πορφυροῦν χρῶμα, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 5. 96.
Greek Monolingual
εὐπόρφυρος, -ον (Α)
αυτός που έχει λαμπρό πορφυρό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πορφυρος (< πορφύρα), πρβλ. αλι-πόρφυρος.