πολυείδεια
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
Full diacritics: πολυείδεια | Medium diacritics: πολυείδεια | Low diacritics: πολυείδεια | Capitals: ΠΟΛΥΕΙΔΕΙΑ |
Transliteration A: polyeídeia | Transliteration B: polyeideia | Transliteration C: polyeideia | Beta Code: poluei/deia |
πολυείδεια: ἐσφ. γραφὴ ἀντὶ πολυειδία.
ἡ, Α
βλ. πολυειδία.