στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
Full diacritics: πρωτόδαμνος | Medium diacritics: πρωτόδαμνος | Low diacritics: πρωτόδαμνος | Capitals: ΠΡΩΤΟΔΑΜΝΟΣ |
Transliteration A: prōtódamnos | Transliteration B: prōtodamnos | Transliteration C: protodamnos | Beta Code: prwto/damnos |
ον, A first-tamed, Hsch. s.v. ἄδαμνον.
πρωτόδαμνος: -ον, ὁ πρώτην φορὰν δαμασθείς, ἡμερωθείς, Ἡσύχ. ἐν λ. ἄδαμνος.
-ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που δαμάστηκε για πρώτη φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -δαμνος (< δάμνημι «δαμάζω»), πρβλ. τοξό-δαμνος].