Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκολλυφόρος

From LSJ
Revision as of 17:53, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκολλῠφόρος Medium diacritics: σκολλυφόρος Low diacritics: σκολλυφόρος Capitals: ΣΚΟΛΛΥΦΟΡΟΣ
Transliteration A: skollyphóros Transliteration B: skollyphoros Transliteration C: skollyforos Beta Code: skollufo/ros

English (LSJ)

ον, A wearing a σκόλλυς, Hsch. s.v. κοννοφόρων. σκολοβράω, to be displeased, vexed, Id. σκολοῖς· δρεπάνοις, Id.

Greek (Liddell-Scott)

σκολλυφόρος: -ον, ὁ φέρων λόφον τριχῶν ἐπὶ τῆς κορυφῆς, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει μία τούφα μαλλιών στην κορυφή του κεφαλιού του, κοννοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκόλλυς «τρόπος κουρέματος» + -φόρος].