πισσόχριστος
From LSJ
Full diacritics: πισσόχριστος | Medium diacritics: πισσόχριστος | Low diacritics: πισσόχριστος | Capitals: ΠΙΣΣΟΧΡΙΣΤΟΣ |
Transliteration A: pissóchristos | Transliteration B: pissochristos | Transliteration C: pissochristos | Beta Code: pisso/xristos |
ον, A smeared with pitch, νῆες Hsch. s.v. μέλαιναι νῆες.
πισσόχριστος: -ον, κεχρισμένος διὰ πίσσης, νῆες Ἡσύχ. ἐν λέξ. μέλαιναι νῆες.
-ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που έχει αλειφθεί με πίσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + χριστός (< χρίω «αλείφω»)].