ἐκλόχευμα
From LSJ
δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark
English (LSJ)
ατος, τό, A an offspring, Suid. s.v. Πολύευκτος.
German (Pape)
[Seite 768] τό, Ausgeburt, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκλόχευμα: τό, ἀποκύημα, ἔκγονον, τέκνον, Σουΐδ. ἐν λέξει Πολύευκτος.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
engendro c. gen. Κωκυτοῦ καὶ Στυγὸς ... ὀλέθριον ... ἐ. Sud.s.u. Πολύευκτος.