ἡμερόπιτυς
From LSJ
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
English (LSJ)
υος, ἡ, A cultivated pine, Hsch. s.v. μήκωνες.
German (Pape)
[Seite 1166] υος, ἡ, zahme Fichte, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμερόπιτυς: -υος, ἡ, ἡ ἥμερος πίτυς, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἡμερόπιτυς, -ίτυος, ἡ (Α)
καλλιεργημένο, ήμερο πεύκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + πίτυς «πεύκο»].