ὀλιγοπόλιος

From LSJ
Revision as of 18:10, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

μεγάλα ταῖς ἐλπίσι περινοέωcherish great anticipations, form great projects

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγοπόλιος Medium diacritics: ὀλιγοπόλιος Low diacritics: ολιγοπόλιος Capitals: ΟΛΙΓΟΠΟΛΙΟΣ
Transliteration A: oligopólios Transliteration B: oligopolios Transliteration C: oligopolios Beta Code: o)ligopo/lios

English (LSJ)

ον, A with thin grey hair, Hsch. s.v. σπαρνοπόλιος.

German (Pape)

[Seite 321] mit wenigen, einzelnen grauen Haaren, Hesych. Erkl. von σπανιοπόλιος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγοπόλιος: -ον, ὁ ἔχων ἀραιὰν καὶ πολιὰν κόμην, Ἡσύχ. ἐν λ. σπανιοπόλιος.

Greek Monolingual

ὀλιγοπόλιος, -ον (Α)
αυτός που έχει αραιά γκρίζα μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + πολιός «γκρίζος»].