ὁλόψυχος

From LSJ
Revision as of 18:10, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλόψῡχος Medium diacritics: ὁλόψυχος Low diacritics: ολόψυχος Capitals: ΟΛΟΨΥΧΟΣ
Transliteration A: holópsychos Transliteration B: holopsychos Transliteration C: olopsychos Beta Code: o(lo/yuxos

English (LSJ)

ον, dub.sens. in Phld.D.3.Fr.19 (perh. A consisting entirely of soul) ; with his whole soul, Eust.1901.43. Adv. -χως Suid. s.v. ἐκτενῶς.

German (Pape)

[Seite 328] mit ganzer Seele, Eust. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλόψῡχος: -ον, ὁ ἐξ ὅλης ψυχῆς, Εὐστ. 1901. 43. Ἐπίρρ. -χως, ἐξ ὅλης ψυχῆς, Ἀναστ. Σιν.. 1084Β, Εὐσταθ. Πονημ. 83, 23, Σουΐδ. ἐν λ. ἐκτενῶς.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁλόψυχος -ον)
αυτός που γίνεται με όλη την ψυχή, εγκάρδιος, ένθερμος («δέησιν ὁλόψυχον», Ευστ.).
επίρρ...
ολοψύχως και ολόψυχα (Μ ὁλοψύχως) με όλη την ψυχή, εγκαρδίως, ένθερμα, προθυμότατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μεγαλό-ψυχος].