ὑπερπνιγής
From LSJ
Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust
English (LSJ)
ές, A = ὑπέρασθμος, Anon. ap. Suid., cf. eund. s.v. ἐκτραχηλίζω.
German (Pape)
[Seite 1201] ές, = ὑπέρασθμος, Suid. ἵππος.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερπνῐγής: -ές, = ὑπέρασθμος, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. ἐκτραχηλίζω καὶ ἐν λ. ὑπερπνιγεῖς.
Greek Monolingual
-ές, Α
πολύ λαχανιασμένος, ὑπέρασθμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -πνιγής (< πνίγω), πρβλ. περι-πνιγής].