κνισολοιχός
From LSJ
πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once
English (LSJ)
όν, A licker of fat or savoury meat, gourmand, Antiph.64, Amphis 10.
German (Pape)
[Seite 1461] s. κνισσολοιχός.
Greek (Liddell-Scott)
κνῑσολοιχός: -όν, ὁ ἀγαπῶν καὶ λείχων τὸ λίπος, τὸ εὔχυμον κρέας, ἀβρὸς, ἄνθρωπος, Ἀντιφάν. ἐν «Βομβυλίῳ» 2, Ἄμφις εν «Γυναικομανίᾳ» 2.
Greek Monolingual
κνισολοιχός, όν (Α)
ο λαίμαργος για το λίπος ψητού κρέατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνῖσα + -λοιχός (< λείχω «γλύφω»), πρβλ. αιματο-λοιχός, τραπεζο-λοιχός].