νεκροφάγος

From LSJ
Revision as of 12:16, 25 February 2021 by Spiros (talk | contribs)

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκροφάγος Medium diacritics: νεκροφάγος Low diacritics: νεκροφάγος Capitals: ΝΕΚΡΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: nekrophágos Transliteration B: nekrophagos Transliteration C: nekrofagos Beta Code: nekrofa/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, A eating corpses or carrion, ὄρνιθες D.C.47.40.

German (Pape)

[Seite 238] Leichname, Aas fressend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

νεκροφάγος: [ᾰ], -ον, ὁ τρώγων νεκρὰ σώματα, ὄρνιθες Δίων Κ. 47. 40.

Greek Monolingual

-ο (Α νεκροφάγος, -ον)
(για ζώα και έντομα) αυτός που τρώγει πτώματα («νεκροφάγοι ὄρνιθες», Δίων, Κ.)
νεοελλ.
ζωολ. κατηγορία κολεόπτερων εντόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. -φαγ-ον, αόρ. β' του ἐσθίω), πρβλ. σαρκο-φάγος, ωμο-φάγος.