ἱματεύομαι
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
[ῑ], A to be a clothier, IGRom.4.1209 (Thyatira) (nisi leg. πραγματ-).
Greek Monolingual
ἱματεύομαι και ἱματιεύομαι (Α) ιμάτιον
πωλώ ιμάτια, ρούχα.