κατασβεννύω

From LSJ
Revision as of 13:17, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασβεννύω Medium diacritics: κατασβεννύω Low diacritics: κατασβεννύω Capitals: ΚΑΤΑΣΒΕΝΝΥΩ
Transliteration A: katasbennýō Transliteration B: katasbennyō Transliteration C: katasvennyo Beta Code: katasbennu/w

English (LSJ)

v. κατασβέννυμι.

Greek Monolingual

(AM κατασβεννύω, Α και κατασβέννυμι)
1. σβήνω εντελώς (α. «ο πυροσβέστης κατέσβησε τη φωτιά» β. «κατέσβεσε θεσπιδαὲς πῡρ», Ομ. Ιλ.)
2. καταπαύω, καταστέλλω, καταπνίγω («σμικρόν ῥῆμα κατασβέννυσι πάσας τὰς τοιαύτας ἡδονάς», Πλάτ.)
αρχ.
1. θεραπεύω («δέξαι με, ὦ θάλασσα, δεινὰ πεπονθότα καὶ κατάσβεσόν μου τά τραύματα», Λουκιαν.)
2. αποξηραίνω («ἔστιν θάλασσα, τίς δέ νιν κατασβέσει», Αισχύλ.)
3. (για τον άνεμο) κοπάζω («τὸ πνεῦμα κατεσβεσμένον παραλόγως ἀκύμονα τὸν πόρον ἰδεῖν καὶ λεῖον παρεῖχε», Πλούτ.).