συνεισπέμπω

From LSJ
Revision as of 18:10, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεισπέμπω Medium diacritics: συνεισπέμπω Low diacritics: συνεισπέμπω Capitals: ΣΥΝΕΙΣΠΕΜΠΩ
Transliteration A: syneispémpō Transliteration B: syneispempō Transliteration C: syneispempo Beta Code: suneispe/mpw

English (LSJ)

A send into along with, Ael.VH12.43codd.

German (Pape)

[Seite 1011] mit hineinschicken, Ael. H. A. 12, 43.

Greek (Liddell-Scott)

συνεισπέμπω: μέλλ. -ψω, εἰσπέμπω ὁμοῦ μετά τινος, ἔνθα ὁ Κοραῆς διώρθωσε: συνεκπέμπω, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12, 43, ἴδε σημ. Κοραῆ (σ. 332 ἐν τέλει), ἴδε καὶ Θησ. Στεφ. ἐν λέξει.

French (Bailly abrégé)

envoyer qqe part avec.
Étymologie: σύν, εἰσπέμπω.

Greek Monolingual

Α
στέλλω κάπου κάποιον μαζί με άλλον («τοῑς δούλοις, οὓς συνεισέπεμπον τοῖς υἱοῑς oἱ πατέρες», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + εἰσπέμπω «στέλλω»].

Greek Monolingual

Α
στέλλω κάπου κάποιον μαζί με άλλον («τοῑς δούλοις, οὓς συνεισέπεμπον τοῖς υἱοῑς oἱ πατέρες», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + εἰσπέμπω «στέλλω»].