ετοιμασία
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἑτοιμασία) ετοιμάζω
προπαρασκευή, προεργασία, προετοιμασία («οι ετοιμασίες για τον χορό ήταν μεγάλες»)
αρχ.-μσν.
1. ετοιμότητα, προθυμία, διάθεση (α. «πρὸς ὑπουργίας ἑτοιμασίης», Ιπποκρ.
β. «ἡ πρὸς τὸ κρεῖττον ἑτοιμασία», Γρηγ. Νύσσ.)
2. εξοπλισμός, εφοδιασμός, πολεμική προετοιμασία
3. φρ. «ἑτοιμασία θρόνου» — το θεμέλιωμα, το στερέωμα του θρόνου.