καλλιεργώ

From LSJ
Revision as of 16:28, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source

Greek Monolingual

(AM καλλιεργῶ, -έω) καλλίεργος
κάνω τις απαραίτητες γεωργικές εργασίες για να καταστήσω τη γη γόνιμη και να προκαλέσω την ανάπτυξη και καρποφορία τών φυτών
νεοελλ.
1. επιδίδομαι σε κάτι με μεγάλο ζήλο («καλλιεργώ τις τέχνες»)
2. εξασκώ κάποια φυσική ή ηθική ιδιότητά μου («καλλιεργεί τη φωνή του»)
3. υποθάλπω, συνάπτω, διατηρώκαλλιεργώ σχέσεις»)
4. (μικρβλ.) προκαλώ τον πολλαπλασιασμό μικροβίων σε τεχνητές θρεπτικές ουσίες
5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καλλιεργημένος, -η, -ο
αυτός που έχει πνευματική και κοινωνική μόρφωση καθώς και ψυχική ανωτερότητα
αρχ.
παθ. καλλιεργοῦμαι, -έομαι
είμαι καλά δουλεμένος.