μηχανώμαι

From LSJ
Revision as of 16:30, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529

Greek Monolingual

(ΑΜ μηχανῶμαι, -άομαι, Μ και μηχανοῦμαι, -έομαι, Α και ενεργ. μηχανῶ, -άω) μηχανή
1. επινοώ, εφευρίσκω
2. επινοώ κάτι με πανουργία, τεχνάζομαι
αρχ.
1. κατασκευάζω ή οικοδομώ κάτι με τέχνη («οἳ ἄρα δὴ τάδε τείχεα μηχανόωντο», Ομ. Ιλ.)
2. επινοώ, πράττω κάτι με επιτήδειο τρόπο για έναν σκοπό
3. παρασκευάζω, ετοιμάζω
4. προξενώ ή φέρω αποτέλεσμα («ἀπὸ τοῦ ὠκεανοῡ ῥέοντα αὐτὸν ταῡτα μηχανᾱσθαι», Ηρόδ.)
5. επιδιώκω να γίνει κάτι με κατάλληλο τρόπο
6. προμηθεύω στον εαυτό μου.