Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
καταδοκῶ, -έω (Α)
1. υποθέτω, υποψιάζομαι κάτι σε βάρος κάποιου
2. εικάζω
3. παθ. καταδοκοῦμαι, -έομαι
α) μέ υποψιάζονται
β) αναγνωρίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + δοκῶ «νομίζω»].