σχηματουργία

From LSJ
Revision as of 16:40, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχημᾰτουργία Medium diacritics: σχηματουργία Low diacritics: σχηματουργία Capitals: ΣΧΗΜΑΤΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: schēmatourgía Transliteration B: schēmatourgia Transliteration C: schimatourgia Beta Code: sxhmatourgi/a

English (LSJ)

ἡ, A configuration, of the planets, Cat.Cod.Astr.1.148 (pl.).

Greek Monolingual

ἡ, Α σχηματουργοῦμαι
1. διαμόρφωση, πρόσληψη σχήματος
2. συμβολισμός
3. (για αστέρες) σύμπλεγμα αστέρων.