χρεωκοπώ
From LSJ
τὸ μὲν ἐστίχθαι εὐγενὲς κέκριται → being tattooed is esteemed a mark of nobility
Greek Monolingual
και χρεοκοπώ / χρεωκοπῶ και χρεοκοπῶ, -έω, ΝΑ χρεωκόπος
νεοελλ.
1. αδυνατώ να εκπληρώσω τις οικονομικές μου υποχρεώσεις, να πληρώσω τα χρέη μου, κηρύσσω πτώχευση
2. μτφ. εκπίπτω ηθικώς, χάνω την ισχύ και το κύρος μου, αποτυγχάνω, φαλίρω («πέτυχε ως σύζυγος αλλά χρεωκόπησε ως πατέρας»)
αρχ.
1. διαγράφω τα χρέη μου χωρίς να τά έχω πληρώσει
2. μτφ. α) παρακρατώ, κατακρατώ κάτι με δόλιο τρόπο
β) μειώνω κάτι στο ελάχιστο
3. παθ. χρεωκοποῦμαι, -έομαι
α) μέ εξαπατούν ή μέ κλέβουν
β) απογοητεύομαι.