χρεωκοπώ

From LSJ
Revision as of 16:46, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")

τὸ μὲν ἐστίχθαι εὐγενὲς κέκριται → being tattooed is esteemed a mark of nobility

Source

Greek Monolingual

και χρεοκοπώ / χρεωκοπῶ και χρεοκοπῶ, -έω, ΝΑ χρεωκόπος
νεοελλ.
1. αδυνατώ να εκπληρώσω τις οικονομικές μου υποχρεώσεις, να πληρώσω τα χρέη μου, κηρύσσω πτώχευση
2. μτφ. εκπίπτω ηθικώς, χάνω την ισχύ και το κύρος μου, αποτυγχάνω, φαλίρω («πέτυχε ως σύζυγος αλλά χρεωκόπησε ως πατέρας»)
αρχ.
1. διαγράφω τα χρέη μου χωρίς να τά έχω πληρώσει
2. μτφ. α) παρακρατώ, κατακρατώ κάτι με δόλιο τρόπο
β) μειώνω κάτι στο ελάχιστο
3. παθ. χρεωκοποῦμαι, -έομαι
α) μέ εξαπατούν ή μέ κλέβουν
β) απογοητεύομαι.