υποσημειώνομαι
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
Greek Monolingual
ὑποσημειῶ, ὑποσημειόω, NA σημειῶ / σημειώνω
μέσ. υποσημειώνομαι και ὑποσημειοῦμαι, ὑποσημειόομαι
βάζω την υπογραφή μου από κάτω
νεοελλ.
σημειώνω από κάτω, γράφω υποσημειώσεις
αρχ.
1. σημειώνω με αριθμούς
2. μέσ. κρατώ σημειώσεις, σημειώνω.