Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.
-όω, ΜΑ σῶμα, σώματος]
1. προσδίδω σωματική υπόσταση, υλική φύση σε κάτι, ενσαρκώνω («ὁ Λόγος ἑαυτὸν ἐσωμάτωσε», Καισ. Ναζ.)
2. παθ. σωματοῦμαι -όομαι
γίνομαι στερεότερος, υλικότερος (α. «ὀποὶ σωματωθέντες», Θεόφρ.
β. «τὸν ἀέρα σωματοῦσθαι», Αριστοτ.).