λυσιτελώ
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
Greek Monolingual
(Α λυσιτελῶ, -έω) λυσιτελής
αποβαίνω ωφέλιμος, παρέχω κέρδος («οὔ φημ' ἂν λυσιτελεῖν σφῷν [τοῦτο]», Αριστοφ.)
αρχ.
1. αποζημιώνω για δαπάνη που έγινε ή πληρώνω τα οφειλόμενα
2. (συν. ως απρόσ.) λυσιτελεῑ μοι
είναι καλύτερα για μένα, μέ συμφέρει
3. (με κακή έννοια) συνωμοτώ
4. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ λυσιτελοῡν
ωφέλεια, κέρδος.