στερώ
From LSJ
ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers
Greek Monolingual
στερῶ, -έω, ΝΜΑ
αφαιρώ από κάποιον κάτι (α. «του στέρησαν την ελευθερία του» β. «στερεῖν μισθόν», Ανθ.Παλ.)
νεοελλ.
παθ. στερούμαι
μού λείπει κάτι, κυρίως έχω έλλειψη αναγκαίων για τη ζωή μέσων, υποφέρω από ένδεια («έζησε στερημένη ζωή»)
αρχ.
(το απαρμφ. μέσ. παρακμ. με αρθρ.) τὸ ἐστερῆσθαι
κατάσταση αρνήσεως ή στερήσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλος τ. του στέρομαι κατά τα συνηρημένα (για ετυμολ. βλ. λ. στέρομαι)].