υπονοώ
From LSJ
Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön
Greek Monolingual
ὑπονοῶ, -έω, ΝΑ νοῶ
νεοελλ.
1. εκφράζω με έμμεσο ή συγκεκαλυμμένο τρόπο, υποδηλώνω, υπαινίσσομαι («δεν ξέρω τί υπονοούσε με όσα είπε προηγουμένως»)
2. (μεσοπαθ.) υπονοούμαι
δεν λέγομαι ρητώς, εξυπακούομαι, είμαι αυτονόητος
3. (το ουδ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) τα υπονοούμενα
υπαινιγμοί, μισόλογα
αρχ.
1. υποψιάζομαι, υποπτεύομαι
2. κάνω εικασίες, σχηματίζω υποθετικές ιδέες για ένα θέμα («καὶ θηρεύειν καὶ ἐπὶ σμικρὸν ὑπονοεῖν τὰ λεγόμενα», Αντιφ.).