ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
(AM ἐπωφελῶ, -έω) ωφελώ
νεοελλ.
χρησιμοποιώ, αξιοποιώ τις δυνατότητες που μού παρέχονται για να ωφεληθώ («επωφελήθηκε από την περίσταση»)
αρχ.
ωφελώ, βοηθώ («κεῖνον θέλων ἐπωφελῆσαι ταῡτ’ ἓδρα», Σοφ.).