ξηραλοιφώ

From LSJ
Revision as of 08:35, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source

Greek Monolingual

ξηραλοιφῶ, -έω (Α)
1. (για παλαιστές) αλείφω το σώμα μου μόνο με λάδι, χωρίς να λουστώ, προκειμένου να καταστούν τα μέλη του σώματός μου εύκαμπτα και μαλακά
2. (το απρμφ. ως ουσ.) τo ξηραλοιφεῖν
η ενασχόληση με τον αθλητισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + -αλοιφῶ, μέσω ενός αμάρτυρου ξηραλοιφός (< φρ. ξηρόν ἀλείφειν «αλείφω με λάδι τα ξηρά μέλη του σώματος για να γίνουν ευλύγιστα»)].