ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
-έω, Α πόλος
1. ανοίγω τη γη με άροτρο, αροτριώ, οργώνω
2. περιφέρομαι, περιπλανώμαι
3. συχνάζω
4. μένω, κατοικώ κάπου
5. (κατά τον Ησύχ.) «πολεῖν
νέμειν, βόσκειν».